- τεμενάς
- ο1) низкий поклон; 2) перен. раболепство, угодливость;
θέλει να τού κάνουν τεμενάδες — он хочет, чтобы ему кланялись
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θέλει να τού κάνουν τεμενάδες — он хочет, чтобы ему кланялись
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεμενάς — ο, Ν 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο 2. στον πληθ. οι τεμενάδες (κατ επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τεμενάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση του χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα, το μέτωπο. 2. εκδήλωση δουλικής υποταγής: Δεν κάνω τεμενάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
temenea — TEMENEÁ, temenele, s.f. Salut făcut după obiceiul musulman, printr o plecăciune; ploconeală, închinăciune. ♢ expr. A face temenele = a fi exagerat de politicos, a fi slugarnic, a se ploconi. – Din tc. temenna(h). Trimis de claudia, 21.04.2008.… … Dicționar Român